θεαματίζομαι

θεαματίζομαι
θεαματίζομαι (Μ) [θέαμα]
(αποθ.)
1. θεώμαι, μού παρέχεται θέαμα, βλέπω, παρατηρώ, εξετάζω
2. οραματίζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θεαματισμός — θεαματισμός, ὁ (Μ) [θεαματίζομαι] το αποτέλεσμα τής θέας, το αποτέλεσμα τής παρατήρησης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”